μνημόνιον

μνημόνιον
μνημόνιον, τὸ (Α)
βλ. μνημονείον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μνημόνια — μνημόνιον registry neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μνημόνιο — το (ΑΜ μνημονεῑον, Α και μνημόνιον) νεοελλ. 1. υπομνηματικό σημείωμα 2. έγγραφη έκθεση για μια υπόθεση, υπόμνημα μσν. αρχ. νεκροταφείο|| αρχ. κατάλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων. Η λ. με τη σημ. «υπόμνημα» είναι πιθ. απόδοση τού γαλλ. διπλωματικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”